- μονοκότυλος
- μονο-κότυλος, mit einer Reihe Saugwarzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοκότυλος — with but one row of arms masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκότυλος — η, ο (Α μονοκότυλος, ον) νεοελλ. 1. (για φυτά) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κοτυληδόνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοκότυλα βοτ. κλάση αγγειόσπερμων φυτών που περιέχει όλα τα αγγειόσπερμα τών οποίων το έμβρυο αποτελείται από μία μόνο… … Dictionary of Greek
μονοκότυλον — μονοκότυλος with but one row of arms masc/fem acc sg μονοκότυλος with but one row of arms neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκοτύλους — μονοκότυλος with but one row of arms masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek